μακαριῶ

μακαρίως

μακαριωσύνη
μακαρίως [ᾰᾰ] adv. avec félicité, Eur. Hel. 904 ; Ar. Pl. 629 ; Plat. Leg. 711e ||
Sup. -ώτατα, Plat. Leg. 733e.
Étym. μακάριος.