Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μακροϐολία
μακροϐόλος
μακρόγενυς
μακρο·ϐόλος,
ος, ον,
qui lance loin,
Str.
357,
au cp.
-ώτερος
.
Étym.
μακρός, βάλλω
.