μακρόχηλος

μακροχρονέω-ῶ

μακροχρονίζω
μακρο·χρονέω-ῶ, durer ou vivre longtemps, Spt. Deut. 17, 20 ; 32, 27, etc. ; conj. p. μακροχρονίζω.
Étym. μ. χρόνος.