μακροιαμϐεῖον

μακροκαμπυλαύχην

μακροκαταληκτέω-ῶ
μακρο·καμπυλ·αύχην, ενος (ὁ, ἡ) [] au long cou recourbé, Epich. (Ath. 65b, 398d).
Étym. μ. καμπύλος, αὐχήν.