μακροκαταληκτέω-ῶ

μακροκατάληκτος

μακροκαταληξία
μακρο·κατάληκτος, ος, ον [ᾰᾰ] dont le dernier demi-pied est long, Dysc. Pron. 272a, 363c ; Hdn gr. Epim. p. 258 Boissonade (v. le préc.).
Étym. μακρός, καταλήγω.