Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μακροκαταληξία
μακρόκαυλος
μακρόκεντρος
μακρό·καυλος,
ος, ον,
à longue tige,
Diosc.
2, 206
.
Étym.
μ. καυλός
.