μακρόκερκος

μακροκέφαλος

μακροκομέω-ῶ
μακρο·κέφαλος, ος, ον [φᾰ] à longue tête, Str. 520 ||
Sup. -ώτατος, Hpc. Aër. 289.
Étym. μ. κεφαλή.