μακροπαραληκτέω-ῶ

μακροπαράληκτος

μακροπεριοδεύτως
μακρο·παράληκτος, ος, ον [ᾰρᾰ] à pénultième longue, Hdn gr. 1, 282, 15 ; Sch.-Il. 6, 268.
Étym. μ. παραλήγω.