μακρόπνοια

μακρόπνοος-ους

μακροποιέω-ῶ
μακρό·πνοος-ους, οος-ους, οον-ουν :
1 qui a le souffle long, Hpc. 1169a, etc. ||
2 qui vit (propr. qui respire) longtemps, Eur. Ph. 1535.
Étym. μ. πνέω.