Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Μακρόσειρις
μακροσκελής
μακρόσκιος
μακρο·σκελής,
ής, ές,
aux longues jambes,
Eschl.
fr. 63
||
Cp.
-έστερος,
Arstt.
H.A.
2, 12, 9
.
Étym.
μακρός, σκέλος
.