μαλακιάω-ῶ

μαλακιέω-ῶ

μαλακίζω
μαλακιέω-ῶ [ᾰᾰ] c. le préc. El. N.A. 1, 32 ; 5, 12 ; 9, 4 ; 16.
Étym. conj. μαλκίω L. Dind.