Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μαλακιστέον
μαλακίων
μαλακόγειος
μαλακίων,
ωνος
(
ὁ
)
[
ᾰᾰ
] homme mou, efféminé,
Ar.
Eccl.
1058
.
Étym.
μαλακός
.