μαλακόφωνος

μαλακόχειρ

μαλακοψυχέω-ῶ
μαλακό·χειρ, -χειρος (ὁ, ἡ) [ᾰᾰ] à la main douce ou délicate, Pd. N. 3, 96.
Étym. μ. χείρ.