μαλακοειδής

μαλακόθριξ

μαλακόκισσος
μαλακό·θριξ, -τριχος (ὁ, ἡ) [ᾰᾰῐχ] aux cheveux doux, souples, Arstt. G.A. 5, 3, 19.
Étym. μ. θρίξ.