μάμμα

μαμμάκυθος

μαμμᾶν αἰτεῖν
μαμμά·κυθος, ου () [ᾱκῠ] qui se cache dans les jupes de sa mère, c. à d. niais, nigaud, sot, Ar. Ran. 990.
Étym. μάμμα, κεύθω.