μάνδαλος

μανδαλωτός

Μανδάνη
μανδαλωτός, ή, όν [δᾰ] qui verrouille : μανδαλωτὸν (s. e. φίλημα) Ar. Th. 132, Ach. 1251, baiser qui clôt la bouche [un french kiss dirions-nous auj.].
Étym. μανδαλόω, Hsch. verrouiller, de μάνδαλος.