Μανδράϐουλος

μανδραγόρας

μανδραγορίζω
μανδραγόρας, ου ou α () mandragore, plante stupéfiante ou soporifique, Hpc. 420, 19, etc. ; Xén. Conv. 2, 24 ; Plat. Rsp. 488c, etc. ; prov. μανδραγόραν πεπωκέναι, Dém. 133, 1, avoir bu de la mandragore, c. à d. être engourdi ; ὑπὸ μανδραγόρα καθεύδειν, Luc. Tim. 2 ; ἐκ μανδραγόρου καθεύδειν, Luc. Dem. enc. 36, etc. dormir par l’effet de la mandragore ||
E Ion. μανδραγόρης, Orph. Arg. 917.