Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μανδραγορίζω
μανδραγορικός
μανδραγορίτης οἶνος
μανδραγορικός,
ή, όν
[
ᾰγ
] de mandragore,
A. Tr.
1, p. 18
.
Étym.
μανδραγόρας
.