μαγγανεία

μαγγάνευμα

μαγγανευτήριον
μαγγάνευμα, ατος (τὸ) [γᾰ] au plur. sortilège, incantation, enchantement, Plat. Gorg. 484a, Leg. 933c ; fig. Plut. Ant. 25.
Étym. μαγγανεύω.