μανόστημος

μανότης

μανόφυλλος
μανότης, ητος () [] défaut de consistance, de densité, Plat. Tim. 72c, 86d ; p. opp. à πυκνότης, Plat. Leg. 812d ; cf. Th. H.P. 8, 9, 1, etc.
Étym. μανός.