μαντιπολέω-ῶ

μαντιπόλος

μάντις
μαντι·πόλος, ος, ον [] qui prédit l’avenir, devin, Eur. Hec. 120 ; Luc. J. tr. 31 ; Man. 6, 306.
Étym. μάντις, πολέω.