μαντιχώρας

μαντοσύνη

μαντόσυνος
μαντοσύνη, ης () [] art du devin, science prophétique, Il. 1, 72 ; au pl. Il. 2, 832 ; 11, 330 ||
E Dor. -ύνα, Pd. O. 6, 112.
Étym. μάντις.