Μαργίτης

μαργιτομανής

μαργόομαι-οῦμαι
μαργιτο·μανής, οῦ () [ῑᾰ] extravagant à la façon de Margitès, Philod. De sup. 21.
Étym. Μαργίτης, μαίνομαι.