Μαρμάριον

μαρμαρῖτις

μαρμαρογλυφία
μαρμαρῖτις, ίτιδος [ᾰρῑῐδ] adj. f. : πέτρα, Phil. paradox. VII mir. 2 et 4, pierre de la nature du marbre.
Étym. μάρμαρος.