Μαρσικός

μαρσίπιον

μάρσιπος
μαρσίπιον, ου (τὸ) [σῐ] petit sac, bourse, Hpc. Acut. 387 ; A. Caryst. (Pol. 10, 152) ; Spt. Gen. 42, 27, 28.
Étym. dim. de μάρσιπος.