μαρτυροποιέομαι-οῦμαι

μαρτυροποιΐα

μάρτυρος
μαρτυρο·ποιΐα, ας () [] action d’appeler en témoignage, Ptol. Tetr. 183.
Étym. μάρτυς, ποιέω.