μασδός

μάσημα

Μάσης
μάσημα, ατος (τὸ) [ᾰσ] ce qu’on mâche ou ce qu’on a mâché, bouchée, Antiph. (Ath. 8d) ; Th. H.P. 4, 8, 4.
Étym. μασάομαι.