ματαΐζω

ματαιοϐουλία

ματαιολογέω-ῶ
ματαιο·ϐουλία, ας () [μᾰ] vain ou sot projet, Sim. fr. 37, 17 vulg. (conj. μεταιϐολία Bgk).
Étym. μάταιος, βουλή.