μεγαλοπόλεμος

μεγαλόπολις

Μεγαλόπολις
μεγαλό·πολις, ιος, att. εως [] adj. f. qui est une grande ville, Pd. P. 2, 1 ; Eur. Tr. 1291.
Étym. μ. πόλις.