μεγαλόπτωχος

μεγαλορρέκτης

μεγαλορρημονέω-ῶ
μεγαλο·ρρέκτης, ου [] adj. m. qui accomplit de grandes choses, Adam. Physiogn. 2, 27.
Étym. μ. ῥέζω.