μεγαλόσαρκος

μεγαλοσθενής

μεγαλόσθενος
μεγαλο·σθενής, ής, ές [] doué d’une grande force, Hom. Ep. 6 ; Pd. P. 6, 21 ; Corinne 2.
Étym. μ. σθένος.