μεγαλοτίμως

μεγαλότολμος

μεγαλουργέω-ῶ
μεγαλό·τολμος, ος, ον [] d’une grande hardiesse, audacieux, Jos. A.J. 5, 1, 29 ; Luc. Alex. 8.
Étym. μ. τόλμα.