μειώνυμος

μείωσις

μειωτέον
μείωσις, εως () amoindrissement, diminution, Hpc. Mochl. 855 ; Arstt. Categ. 14, 1, etc. ; Pol. 9, 43, 5 ||
E Voc. μείωσι, Orib. 12, 7.
Étym. μειόω.