μελάμπελος

μελάμπεπλος

μελαμπέταλος
μελάμ·πεπλος, ος, ον, à robe noire, Eur. Alc. 844 ; Ion 1150 ; en parl. de la robe elle-même, Eur. Alc. 427.
Étym. μ. πέπλον.