μελάμπυγος

μελάμπυρον

μελάμπυρος
μελάμ·πυρον, ου (τὸ) [] blé noir, mauvaise herbe qui croît dans le blé, Th. H.P. 8, 4, 6 ; 8, 8, 3 ; Diosc. 3, 129 ; 4, 17.
Étym. μ. πυρός.