μελάγκροκος

μελαγχαίτης

μελάγχειμα
μελαγ·χαίτης, ου, adj. m. à la chevelure noire, Hés. Sc. 186 ; Soph. Tr. 837 ; Eur. Alc. 439.
Étym. μ. χαίτη.