μελαγχροιής

μελάγχροος-ους

Μέλαγχρος
μελάγ·χροος-ους, οος-ους, οον-ουν, de couleur noire ou sombre, particul. de peau brune, Hpc. 1170d ; Plut. Arat. 20, etc.
Étym. μ. χρόα.