μελαγχολώδης

μελαγχρής

μελαγχροιής
μελαγ·χρής, ής, ές, c. μελάγχροος, Crat. (Com. fr. 2, 202) ; Eup. 2-1, 569 Meineke ; Mén. (Com. fr. 4, 306).