Μέλαγχρος

μελάγχρως

μέλαθρον
*μελάγ·χρως, gén. χροος, d’où nom. plur. μελάγχροες, c. μελάγχροος, Hdt. 2, 104.
μελάγ·χρως, ωτος (ὁ, ἡ) c. le préc. Eur. Or. 321 ; Plat. Phædr. 253e, etc.
Étym. μ. χρώς.