μελάνδρυον

μελάνδρυος

μελάνδρυς
μελάν·δρυος, ος, ον, aux chênes sombres, Eschl. fr. 249.
Étym. μ. δρῦς.
μελάνδρυος, ος, ον, de thon mariné ; τὰ μελάνδρυα, Xénocr. Al. 73, morceaux de thon mariné.
Étym. μελάνδρυς.