Μελανθώ

μελανία

μελανίζω
μελανία, ας () [λᾰ]
1 noirceur, Arstt. Phys. 8, 8, 29 ||
2 au plur. taches noires, Xén. An. 1, 8, 8 ; Pol. 1, 81, 7.
Étym. μέλας.