μελαγκορυφίζω

μελαγκόρυφος

μελάγκραιρα
μελαγ·κόρυφος, ος, ον [] à tête noire ; ὁ μ. Ar. Av. 887 ; Arstt. H.A. 8, 3, 5 ; 9, 15, 2, sorte de fauvette (Motacilla atricapilla L.).
Étym. μ. κορυφή.