μελανόπτερος

μελανοπτέρυξ

μελανορράϐδωτος
μελανο·πτέρυξ, υγος (ὁ, ἡ) [ᾰῠγ] c. le préc. au propre, Ar. fr. 452 ; en parl. d’un songe, Eur. Hec. 71.