μελανθέλαιον

μελάνθεμον

Μελανθεύς
μελ·άνθεμον, ου (τὸ) espèce d’ἀνθεμίς noire, c. à d. camomille, Diosc. 3, 154.
Étym. μ. ἀνθεμίς.