Μέλας

μέλασμα

μελασμός
μέλασμα, ατος (τὸ)
1 tache noire, Hpc. Fract. 760, Art. 840 ; Plut. M. 564e ||
2 teinture noire : μ. γραμματόκον, Anth. 6, 63, couleur noire.
Étym. μελαίνω.