μελετητήριον

μελετητικός

μελετητός
μελετητικός, ή, όν :
1 qui convient pour qu’on s’exerce, propre à un exercice, Clém. 204 ||
2 μ. ὕλη, DL. 3, 47, recueil d’exercices ou de méditations.
Étym. μελετάω.