μέλινον

μέλινος

Μελινοφάγοι
μέλινος, ου () c. μελίνη, Th.
μέλινος, η, ον [] de frêne, Od. 17, 339 ||
E Dans l’Il. 5, 655, 666, etc. seul. épq. μείλινος.
Étym. μελία ; cf. μελίϊνος.