μελίσσιος

μελισσόϐοτος

μελισσοϐότος
μελισσό·ϐοτος, ος, ον, qui nourrit les abeilles, Anth. 9, 523 ; Nonn. Jo. 1, 13 ; τὸ μ. Nic. Th. 667, mélisse, plante.
Étym. μ. βόσκω.