μελισσοϐότος

μελισσοκόμος

μελισσονόμος
μελισσο·κόμος, ος, ον, qui prend soin des abeilles, Opp. C. 4, 275 ; ὁ μ. A. Rh. 2, 131, apiculteur.
Étym. μ. κομέω.