μελισσότοκος

μελισσοτρόφος

μελισσουργεῖον
μελισσο·τρόφος, att. μελιττοτρόφος, ος, ον, qui nourrit des abeilles, Eur. Tr. 795 ; ὁ μ. Jos. B.J. 4, 8, 3, apiculteur.
Étym. μ. τρέφω.